συναγωνιστής

συναγωνιστής
συνᾰγων-ιστής, οῦ, [dialect] Dor. [suff] συνᾰγων-τάς, ,
A one who shares with another in a contest, fellow-combatant, Pl.Alc.1.119d, Isoc.4.142, etc.; τινος for a thing, Aeschin.2.183, 3.89, D.18.41; accomplice, confederate, Hyp.Ath.3;

πρός τι Plb.10.34.2

.
2 οἱ ς. those who take part in contending for the prize, Michel 1016 (Teos, ii B.C.); τραγικοὶ ς. OGI51.56 (Ptolemais, iii B.C.); of a company of Dionysiac artists, CIG3082 ([place name] Teos).
3 generally, fellow-worker, POxy.1676.36 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναγωνιστής — one who masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστής — ο θηλ.συναγωνίστρια 1. συμπολεμιστής: Στο μνημόσυνο αυτό του ήρωα μίλησε ένας παλιός συναγωνιστής του. 2. ανταγωνιστής: Δεν είχε αξιόλογους συναγωνιστές στο άθλημά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισταῖς — συναγωνιστής one who masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνισταί — συναγωνιστής one who masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστοῦ — συναγωνιστής one who masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστῇ — συναγωνιστής one who masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστήν — συναγωνιστής one who masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωνιστῶν — συναγωνιστής one who masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • ξυναγωνιστάς — συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc acc pl συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”